Εύα Καραϊτίδη, εκδότρια, Εκδόσεις Εστία

  • Εύα Καραϊτίδη

Εύα Καραϊτίδη, απόφοιτη 1973, Β΄ Αρσάκειο Λύκειο Ψυχικού

Εκδότρια

 

Αγαπητή κ. Καραϊτίδη, είμαστε πολύ χαρούμενοι που βρισκόμαστε στον φιλόξενο χώρο του βιβλιοπωλείου των ιστορικών εκδόσεων Εστία και σας ευχαριστούμε πολύ για τη σημερινή συνέντευξη.

Εγώ σας ευχαριστώ θερμά.

 

Πήγατε σχολείο στο Αρσάκειο και μετά κάνατε πολύ ενδιαφέρουσες σπουδές. Μιλήστε μας γι’ αυτά.

Θα ξεκινήσω από το Αρσάκειο, όπου φοίτησα από το νηπιαγωγείο μέχρι το τέλος του σχολείου. Το νηπιαγωγείο και το δημοτικό ήταν καταπληκτικά στην εποχή μου. Είμαι γεννημένη το 1955, όταν το Αρσάκειο ήταν προπύργιο ‒και το λέγαμε με υπερηφάνεια αυτό‒ του γυναικείου πληθυσμού. Μου φάνηκε πάρα πολύ αστείο που αργότερα το Αρσάκειο έγινε μεικτό. Όπως ξέρετε, τότε δεν ήταν και πολλά τα σχολεία που αναδείκνυαν γυναίκες. Από το Αρσάκειο αποφοίτησαν πάρα πολλές γυναίκες που διακρίθηκαν στον δημόσιο βίο και με πολύ καλές σπουδές. Εγώ ήμουν χαρούμενη και υπερήφανη γιατί και η γιαγιά μου και η μητέρα μου ήταν Αρσακειάδες. Όμως, όταν ήμουν στο γυμνάσιο, που ήταν και η περίοδος της δικτατορίας, διαπίστωσα ότι τόσο η γιαγιά μου όσο και η μητέρα μου είχαν ζήσει σε ένα πολύ πιο φιλελεύθερο Αρσάκειο από ό,τι εγώ. Η μητέρα μου έκλαιγε από τα γέλια επειδή φορούσαμε φουφούλες στη γυμναστική, ενώ εκείνες φορούσαν κανονικά σορτσάκια. Ήταν σχολεία προοδευτικά με καταπληκτικούς καθηγητές. Εγώ έζησα μια διαφορετική φάση του Αρσακείου, πολύ συντηρητική, αρκετά αναξιοκρατική, αρκετά σκοτεινή.

 

Αυτό που λένε ‒και μάλιστα με στόμφο‒ παλαιότερες απόφοιτες ότι στο Αρσάκειο έμαθαν γράμματα ισχύει;

Αυτό είναι πολύ σημαντικό και θα το επεσήμαινα οπωσδήποτε, γιατί με συγκινεί ιδιαιτέρως. Η παιδεία που έλαβα από το Αρσάκειο έχει σχέση τόσο με τις πολυετείς σπουδές μου όσο και με την επαγγελματική μου εργασία και μετέπειτα πορεία. Και αυτή τη συμβολή του Αρσακείου βλέπω και σε άλλες συμμαθήτριές μου, καθώς επικοινωνώ και έχω πολλές φίλες με τις οποίες δεν χάσαμε ποτέ επαφή. Βέβαια είναι και θέμα γενιάς. Αλλιώς διδάσκονται τώρα τα παιδιά. Στην εποχή μας δινόταν τρομερή έμφαση στα γράμματα και έβλεπες ακόμα και καθηγήτριες χωρίς ευρύτητα καλλιέργειας να είναι πολύ σωστά επικεντρωμένες σε αυτό που για πολλούς ήταν μαρτύριο, για μένα ο παράδεισος. Εγώ λάτρευα το συντακτικό, τη γραμματική, όλα αυτά. Κάποια χρονιά είχαμε φιλόλογο την αείμνηστη Ναυσικά Μάργαρη-Γεωργουσοπούλου, η οποία μας έβαζε να γράφουμε όλες τις γραμματικές αναλύσεις με διαφορετικούς μαρκαδόρους. Ήταν πραγματικό πανηγύρι. Κάναμε πράγματα τα οποία σήμερα φαίνονται αδιανόητα. Αντιγραφή αρχαίων κειμένων, σπουδαία εκπαίδευση γλωσσική, όπως και η αποστήθιση χωρίων και ποιημάτων της καθαρεύουσας ή της αρχαίας. Π.χ. διάβασα τη Φόνισσα στην Γ΄ γυμνασίου, ενώ σήμερα τα παιδιά διαβάζουν τον Τρελαντώνη , αν τον διαβάζουν, στα 18 τους. Υπερβάλλω βέβαια, φοβούμαι όμως πως δεν υπερβάλλω πολύ..

 

Αυτή η αγάπη σας για τη γλώσσα σάς έστρεψε προς τις φιλολογικές σπουδές;

Ναι, μετά το σχολείο σπούδασα Φιλολογία. Ομολογώ ότι έχω και ένα κόλλημα με τη γλώσσα, γι’ αυτό με ενοχλεί πάρα πολύ που τώρα πια ξεχνάω και κάνω λάθη. Και με ενοχλεί που βλέπω στο διαδίκτυο ότι άνθρωποι μορφωμένοι, πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, ακόμα και εκπαιδευτικοί φιλόλογοι επιμένουν να χρησιμοποιούν καθαρευουσιάνικες εκφράσεις λάθος. Όλα αυτά βέβαια μπορεί κάποιοι να τα εκλάβουν ως συντηρητικά, γιατί είναι μέσα στον φυσικό ρου της γλώσσας να συμβαίνουν λάθη. Αλλά αναφέρομαι στον γραπτό λόγο, όχι στον προφορικό. Ήμουν και φοιτήτρια του Μπαμπινιώτη, ο οποίος ήταν ίσως ο καλύτερος καθηγητής που πρόλαβα εγώ στη Φιλοσοφική. Γιατί, ξαναλέω, μπήκα το ʼ73 στο πανεπιστήμιο, σε καιρούς δύσκολους και οι καθηγητές τότε μας προσβάλλανε, μας αποβάλλανε, μας πίεζαν. Αντιθέτως, ο Μπαμπινιώτης ήταν ο άνθρωπος που μας απευθυνόταν στον πληθυντικό, που οργάνωνε φροντιστήρια. Ήταν πράγματα αδιανόητα εκείνη την εποχή για έναν φοιτητή στη Φιλοσοφική της Αθήνας. Και θέλω να το επισημάνω αυτό, γιατί πραγματικά του οφείλουμε πολλά. Ήταν καταπληκτικός δάσκαλος. Μας γνώρισε τη γλωσσολογία και έστρεψε γενιές ολόκληρες προς αυτές τις σπουδές. Οι Θεσσαλονικείς είχαν καλούς καθηγητές και ήξεραν τι είναι η γλωσσολογία, αλλά υπήρχε διαμάχη μεταξύ των δύο σχολών. Όμως εγώ μιλάω για αυτό που γνώρισα.

 

Εσείς σπουδάσατε γλωσσολογία και σημειωτική, αν δεν κάνω λάθος.

Σπούδασα όλα αυτά που ήταν της μόδας τότε. Αν ήμουν αυτή που είμαι σήμερα, δεν θα έκανα τα ίδια πράγματα. Αλλά τότε ακολούθησα αυτό που με μάγεψε. Ήταν και το Παρίσι, όπου ζούσαν ακόμη άνθρωποι όπως ο Μπαρτ, ο Μπουρντιέ, ο Φουκώ, ο Πιερ Αντό και μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τα μαθήματά τους. Φανταστείτε ότι μας φαινόταν απολύτως φυσιολογικό τότε. Δεν ήταν όμως. Γεμίζαμε τα πατώματα του College de France, όταν δεν υπήρχαν διαθέσιμα καθίσματα, και τους ακούγαμε με κομμένη την ανάσα.

 

Έχοντας έρθει σε προσωπική επαφή με αυτούς τους ανθρώπους, επηρεαστήκατε στον τρόπο που σκέφτεστε, βλέπετε και αναλύετε τα πράγματα;

Πολλά από αυτά που έλεγαν δεν τα καταλάβαινα. Απλώς τα έλεγαν με πάρα πολύ ωραίο τρόπο. Οι Γάλλοι είχαν από τότε εντάξει στα σχολεία τους τα θέματα της ρητορικής, κάτι το οποίο εδώ έχει εισαχθεί τον τελευταίο καιρό στα δικά μας σχολεία, περισσότερο στα ιδιωτικά νομίζω. Ήταν λοιπόν μαγευτικά τα σεμινάριά τους. Χωρίς να μπορώ να πω ότι καταλάβαινα όλα όσα άκουγα, οπωσδήποτε αυτό που με απορροφούσε και που μέσα του εμβαπτιζόμουν ήταν η γλώσσα. Ο χειρισμός από όλους αυτούς τους ανθρώπους της γλώσσας, δεν ήταν κάτι αυτονόητο ούτε κάτι εργαλειοποιημένο. Το πόσο με επηρέασαν στον τρόπο σκέψης δεν μπορώ να σας το πω. Μας επηρέαζαν τότε ‒είναι και θέμα γενεών‒ οι ιδεολογίες πάρα πολύ, πράγματα από τα οποία δυσκολεύεσαι μετά να απαγκιστρωθείς. Κάναμε τις επαναστάσεις μας προς το σπίτι, προς την κοινωνία, προς το σχολείο.

Επανερχόμενη στο Αρσάκειο, πρέπει να σας πω ότι την 21η Απριλίου, την τελευταία μας χρονιά που αποφοιτούσαμε, το 1973, είχε περάσει η γραμμή στην πρωινή προσευχή, με κλειστά χείλη, να κάνουμε όλες «μμμμμ». Ήταν καταπληκτικό, διότι βούιζε ο τόπος αλλά δεν μπορούσαν να μας ελέγξουν. Οι καθηγήτριες έτρεχαν σαν τρελές από πάνω μας στο αίθριο, αλλά δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη. Έτσι, δεν μπορούσαν και να μας τιμωρήσουν. Την άλλη ημέρα κατέφθασε στο σχολείο ένα αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Αυτή ήταν όλη η αντίσταση που κάναμε στο Αρσάκειο, αλλά τη μνημονεύω επειδή ήταν και πολύ αστεία. Επανάσταση μέσω του παιχνιδιού και του γέλιου. Αυτά τα δύο κόπηκαν στις οργανώσεις στο πανεπιστήμιο. Τα πράγματα σοβάρεψαν.

 

Με την ευκαιρία, θα κάνω μια μικρή παρένθεση. Θα χαρείτε προφανώς να μάθετε ότι στα Αρσάκεια υπάρχουν δυναμικότατοι όμιλοι ρητορικής εδώ και πολλά χρόνια. Διδάσκεται συστηματικά η ρητορική, γίνονται διαρσακειακοί αγώνες και μάλιστα ο μαθητές μας διακρίνονται και συμμετέχουν και σε διάφορες διεθνείς διοργανώσεις. Απόφοιτοί μας, μάλιστα, οι οποίοι συνέχισαν στη νομική, έχουν κερδίσει βραβεία στη ρητορική ακόμα και διαγωνιζόμενοι με φοιτητές πανεπιστήμιων του εξωτερικού. Επίσης υπάρχει όμιλος Forensics που είναι ρητορική στην αγγλική γλώσσα.

Τι ωραία! Ναι, παρακολουθώ μερικά από αυτά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

 

Οι σπουδές στη σημειολογία σας βοήθησαν να αναγνωρίζετε στοιχεία συμπεριφοράς ή κοινωνικά σύμβολα, που ενδεχομένως κάποιος δύσκολα μπορεί να διακρίνει, αποκωδικοποιώντας τα και ερμηνεύοντάς τα μέσα από αυτό το σύστημα;  

Ασφαλώς οι συγκεκριμένες σπουδές ευαισθητοποιούν. Αλλιώς βλέπεις σινεμά, ας πούμε, μετά από όλα αυτά. Γίνεσαι πολύ πιο παρατηρητικός. Αλλά πρέπει να σας πω ότι εμένα πιο παρατηρητική με έκανε πάνω απ’ όλα η μακρά μαθητεία μου στη γιόγκα. Αυτό ήταν που με άσκησε περισσότερο να γίνω πολύ παρατηρητική με όλα όσα συμβαίνουν και μέσα μου και έξω. Βέβαια, δεν είναι μόνο ενδοσκόπηση η γιόγκα. Αυτή είναι η εντύπωση που έχουμε, αλλά η παρατήρηση είναι αμφίπλευρη.

 

Το γεγονός ότι εσείς μεγαλώσατε και ζείτε ακόμη μέσα σε βιβλία πόσο έχει επηρεάσει την αντίληψή σας για το τι είναι παιδεία;

Πιο πολύ από το γεγονός ότι μεγάλωσα μέσα σε βιβλία με επηρέασε το ότι όλοι στο σπίτι μου διάβαζαν. Δεν είχε σχέση αν είσαι καλός ή κακός μαθητής. Ο αδερφός μου, ας πούμε, ήταν ατίθασος ως μαθητής, όμως διάβαζε πολύ αυτά που του άρεσαν. Διάβαζαν όλοι στο σπίτι μου και αυτό το πράγμα περνάει σε ένα παιδί σαν φυσική συμπεριφορά στη ζωή. Όπως η αναπνοή, όπως η απόλαυση.

Εγώ θυμάμαι να είμαι πολύ μικρό παιδί, Γ΄ δημοτικού, και να λέω στη μητέρα μου: «Τελείωσα το βιβλίο, τώρα τι θα διαβάσω;» και να μου λέει: «Πώς γίνεται και δεν έχεις διαβάσει ακόμα τον Τρελαντώνη;». Έτσι ζούσαμε. Και βέβαια το ανέκδοτο που περιγράφουν όλες αυτές οι γενιές είναι ότι όταν μας έστελναν για ύπνο, διαβάζαμε με έναν φακό κάτω από το σεντόνι.

 

Ενώ σήμερα κάτω από το σεντόνι είναι το κινητό…

Δεν είμαι τόσο απαισιόδοξη. Σήμερα συμβαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: οι γονείς, ακόμα και οι πιο απαίδευτοι, έχουν καταλάβει ότι πρέπει να υπάρχουν βιβλία στα σπίτια τους. Στην εποχή μας δεν υπήρχε αυτό, ήταν κάτι ξένο το βιβλίο, κάτι περίεργο. Είχα μάλιστα την τύχη ‒την πολύ μεγάλη τύχη‒ να ζω σε ένα περιβάλλον αρκετά κοσμοπολίτικο, επηρεασμένο και από τη γαλλική γλώσσα. Ακούγαμε γαλλικά παραμύθια στο πικάπ, είχαμε ωραίες εκδόσεις που τότε δεν υπήρχαν στα ελληνικά. Τεντέν στα γαλλικά, έτσι έμαθα τα πρώτα μου γαλλικά, παρερμηνεύοντας ό,τι δεν καταλάβαινα, όπως την έκφραση «Au secours, a moi» σε «Στα τσεκούρια, σε μένα!». Και παράλληλα βέβαια αγοράζαμε με πάθος από το περίπτερο κλασικά εικονογραφημένα, Διαπλανητικά, Μίκυ Μάους, Μικρή Λουλού κ.λπ. Όλα αυτά ήταν στην ημερήσια διάταξη και τα διάβαζε και η μητέρα μας. Δεν είχαμε τέτοιους διαχωρισμούς. Αυτά που απαγορεύονταν διά ροπάλου ήταν περιοδικά τύπου Ρομάντσο.

Πιστεύετε ότι η αισθητική του βιβλίου στην Ελλάδα έχει αλλάξει; Έχει βελτιωθεί;

Ασύλληπτα. Οι ξένοι συνάδελφοί μας, εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, μας δίνουν συγχαρητήρια για τα βιβλία μας στην Ελλάδα. Για το γεγονός αυτό έχω μια προσωπική εξήγηση. Στην Ελλάδα οι εκδοτικοί οίκοι είναι όλοι οικογενειακές επιχειρήσεις, μικροί, μεσαίοι, μεγάλοι. Αυτό είμαστε. Είναι, βέβαια, ένας κόκκος στη βιομηχανία του τόπου. Και δεν είναι κάτι ιδιαίτερο από οικονομική άποψη. Αλλά έχουμε όλοι πάθος. Και πολλοί από εμάς, εις βάρος του ταμείου μας, φροντίζουμε τα εξώφυλλά μας, τα χαρτιά μας, όλα αυτά που για έναν ξένο εκδότη, ακόμα και για τους καλύτερους, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί είναι χασούρα χρόνου και χρήματος. Είναι αυτονόητο ότι μας ενδιαφέρει να πουλήσουμε ένα καλαίσθητο βιβλίο, με αυτιά, βερνίκια, γραφίστες κ.λπ. Και μας δίνουν συγχαρητήρια. Η διαφορά βγάζει μάτι, όταν κοιτάζεις τα ξένα βιβλία, τα αντίστοιχα με τα ελληνικά.

 

Πιστεύετε ότι έχει εξελιχθεί το θέμα της τυπογραφίας στην Ελλάδα;

Πιστεύω ότι άλλοι συνάδελφοί μου μπορούν να σας απαντήσουν πιο αναλυτικά. Αυτό που βλέπουμε όλοι είναι ότι με την κυριαρχία της πληροφορικής ο καθένας έχει έναν υπολογιστή και γράφει. Το ίδιο ισχύει και με τους στοιχειοθέτες. Δυστυχώς χάθηκε η έγνοια για την τυπογραφία. Εγώ είχα την τύχη να διδαχθώ πολλά από τον συνεργάτη μου Διονύση Καψάλη, όταν μετά τις σπουδές μου ενεπλάκην στον εκδοτικό οίκο. Ο Καψάλης ήταν πολύ συνδεδεμένος και φίλος με τον εκδότη της Άγρας, στον οποίο εξέδιδε τα βιβλία του, ο οποίος είχε μαθητεύσει κοντά στον θρυλικό Φίλιππο Βλάχο των εκδόσεων «Κείμενα». Από αυτούς έπαιρνες σημαντικές τυπογραφικές πληροφορίες και μετά σου φαινόταν αδιανόητο να βλέπεις όλα αυτά που βλέπουμε σήμερα, ακόμα και στα δικά μας βιβλία καμιά φορά. Ήταν πολύ ωραίο πράγμα η τυπογραφία. Και πολύ χρηστικό, βοηθητικό στην ανάγνωση.

 

Εσείς επιλέγετε γραμματοσειρές, ώστε να δώσετε ένα στίγμα στο βιβλίο;

Ναι, επιλέγουμε και συνήθως χρησιμοποιούμε μία γραμματοσειρά, γιατί και εκεί σήμερα υπάρχουν δικαιώματα. Αγοράζεις τις γραμματοσειρές. Και η χαρά μας μετά είναι όταν αντιλαμβανόμαστε ότι μιμούνται και άλλοι τα εξώφυλλά μας, τις γραμματοσειρές μας και το στήσιμό μας. Είναι μεν χαρά, αλλά δεν είναι ο στόχος μας αυτός πλέον, γιατί είναι τόσο οξύς ο ανταγωνισμός που σε ενδιαφέρει περισσότερο τι εκδίδεις και λιγότερο το πώς το εκδίδεις. Τουλάχιστον έτσι το αισθάνομαι εγώ.

 

Η επαφική σχέση με το βιβλίο, να ξεφυλλίζεις τις σελίδες, που σε εσάς προφανώς θα είναι και πολύ πιο ανεπτυγμένη, ποια διαφορά έχει από το kindle της Amazon στο τάμπλετ, π.χ.;

Είναι κατάλληλη η στιγμή που μου κάνετε την ερώτηση, γιατί χθες-προχθές διάβαζα ένα γαλλικό κόμικ από έναν εκδοτικό οίκο που χρησιμοποιεί καλό χαρτί και το μύριζα συνέχεια. Μύριζε πάρα πολύ ωραία. Δεν είναι όμως η περίπτωση όλων. Δεν σε «καλούν» πια τα βιβλία να τα μυρίσεις. Πάντως, σχετικά με το βιβλίο σε έντυπη μορφή, και ας είμαι παλιάς γενιάς, όλα αυτά μου φαίνονται αδιάφορα. Το σημαντικό είναι οι άνθρωποι να διαβάζουν, κι ας διαβάζουν στο κινητό ή στο kindle. Εγώ στο σπίτι μου διαβάζω πλέον αυτά που μου στέλνουν ξένοι εκδότες σε ένα ελαφρύ laptop. Δεν με ενοχλεί καθόλου, δεν θέλω να τυπώνω και να ξοδεύω χαρτί. Το βιβλίο, βέβαια, πάντα προτιμώ να το διαβάσω ως βιβλίο. Και πολλές φορές, όταν με ενδιαφέρει το κείμενο, ζητάω και μου το στέλνουν από το εξωτερικό τυπωμένο. Οπωσδήποτε είναι δύο διαφορετικοί τρόποι, αλλά θέλω να πιστεύω ‒πιθανόν να υπερβάλλω σε αισιοδοξία‒ ότι δεν είναι αυτό που θα καταβαραθρώσει την ανάγνωση. Στην Ελλάδα τα βιβλία σίγουρα δεν κινδυνεύουν από αυτό.

 

Έχοντας την εμπειρία από πολλούς συγγραφείς, ποια είναι η γνώμη σας για το γλωσσικό επίπεδο των σύγχρονων συγγραφέων ως προς την εκφραστική δεινότητα, την ποικιλία της γλώσσας, τη γραμματικοσυντακτική ορθότητα;

Καμία σχέση με την εποχή μας, έχουν όμως αλλάξει πολύ και τα δεδομένα. Για μένα παλιά ένα βιβλίο λογοτεχνίας ήταν πρωτίστως η γλώσσα του. Αλλά με αυτό τον τρόπο έχασα και κάποια μπεστ σέλερ, τα οποία είχαν πολύ ενδιαφέρον και ας μην ήταν ιδιαίτερα προσεγμένα γλωσσικά.

Είναι διαφορετικά τα γράμματα που μαθαίνουν σήμερα τα παιδιά, διαφορετικά τα διαβάσματά τους. Αυτό που με εντυπωσιάζει πάρα πολύ είναι οι σύγχρονες Κύπριες λογοτέχνιδες ‒ και τονίζω το γυναικείο στοιχείο, γιατί υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες καλές συγγραφείς. Δεν θέλω να αδικήσω τους άντρες. Οι Κύπριοι, χωρίς να είναι παραδοσιακοί, είναι ακόμα πολύ κοντά σε αυτό που θα έλεγα «εξαιρετική ελληνική γλώσσα». Και διαβάζω πολύ μοντέρνα κυπριακά βιβλία. Φαντάζομαι ότι θα έχει σχέση με την εκπαίδευσή τους στο σχολείο.

 

Όμως το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση πλέον είναι ότι έχει χαθεί το ενδιαφέρον των παιδιών, ίσως και πολλών εκπαιδευτικών, να έρχονται σε επαφή με το κείμενο. Κείμενο πάνω από μια σελίδα θεωρείται πολύ μεγάλο.

Αυτό είναι αλήθεια. Ακόμη κι εγώ ανοίγω το Facebook και κείμενα ανθρώπων της γενιάς μου, που τους παρακολουθώ, αν είναι πάρα πολύ μεγάλα τα προσπερνάω. Είναι και συνήθειες της εποχής, τις οποίες όλοι υιοθετούμε.

 

Εσείς προτιμάτε τη λογοτεχνία, έτσι δεν είναι;

Ναι, είμαι ασφαλώς άνθρωπος της λογοτεχνίας, για τους άλλους τομείς έχω εξαιρετικούς συνεργάτες. Δεν μπορώ πάντα να εκφέρω γνώμη. Και χαίρομαι πάρα πολύ γιατί τα τελευταία χρόνια, όπως ξέρετε, στη λογοτεχνία διεθνώς έχει παρεισφρήσει η έννοια της μαρτυρίας ως αυτομυθοπλασία. Δυσαρεστήθηκαν διάφοροι όταν πήρε η Αλεξίεβιτς το Νόμπελ. Εγώ χάρηκα και βρίσκω πολύ ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό ότι έχει εισδύσει αυτή η πτυχή στη σύγχρονη λογοτεχνία.

 

Έχετε πει κάπου ότι ήταν τύχη και θαυμάσιο για σας το γεγονός ότι βρεθήκατε στη συγκυρία να συνεχίζετε έναν ιστορικό εκδοτικό οίκο. Η μεγάλη πρόκληση ποια είναι για σας;

Στην αρχή ήταν δυσβάσταχτο βάρος. Γι’ αυτό και άργησα πολύ να δραστηριοποιηθώ. Τότε δεν υπήρχαν τόσο πολλοί εκδοτικοί οίκοι και υπήρχαν και θέματα επιλογών γενιάς, αναγνωσμάτων κτλ. Άργησα πολύ να πάρω την απόφαση. Με τις σπουδές που είχα κάνει θα μπορούσα να ακολουθήσω και τον τομέα της εκπαίδευσης, που μου ήταν επίσης πολύ ελκυστικός κλάδος. Μετά, καθώς περνούσαν τα χρόνια και δραστηριοποιούμουν περισσότερο, άλλαζε και η οπτική μου για τα πράγματα. Για μένα ένας εκδοτικός οίκος έχει τη μαγεία της ανάγνωσης. Αλλά ο εκδοτικός οίκος είναι, θέλοντας και μη, επιχείρηση. Και αυτό το κομμάτι ποτέ δεν με συνήρπασε.

Το 2025 πάντως, παρά τις δυσκολίες, γινόμαστε 140 χρόνων και τώρα πια είμαι πολύ ευγνώμων που υπήρχε αυτός ο δρόμος και που αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Θα ήταν κρίμα να μην είχα προσπαθήσει να συνεχίσω αυτή την παράδοση.

 

Τι θα προτείνατε στα νέα παιδιά για τη σχέση τους με την ανάγνωση;

Νομίζω ότι, από ό,τι γνωρίζουμε και έχουμε ζήσει όλοι, έχει να κάνει με το σπίτι περισσότερο, αλλά και με κάποιον καθηγητή, συχνά φιλόλογο, στο σχολείο. Ένας καλός φιλόλογος που θα μπει στην τάξη θα δώσει άλλη ώθηση στους μαθητές. Συνηθίζουμε να γκρινιάζουμε για την εκπαίδευση, αλλά εμείς στον εκδοτικό οίκο της Εστίας συνεργαζόμαστε για μεταφράσεις και άλλα πράγματα με εκπαιδευτικούς διαμάντια.

Είναι βέβαια και θέμα τύχης, να έχεις και τις κατάλληλες παρέες. Εγώ τις είχα στο πανεπιστήμιο, ενώ δεν τις είχα ως έφηβη. Φανταστείτε ότι ως έφηβη είχα διακόψει τελείως το διάβασμα. Μετά έτυχε να έχω εξαιρετικές συναναστροφές και όταν μπαίνεις σε ένα μονοπάτι, δεν μπορείς να σταματήσεις. Βέβαια, όταν υπάρχουν θέματα σαν αυτά που ζει κανείς στην εφηβεία και βαριέται που ζει, τίποτα δεν θα τον συναρπάσει, ούτε και τα βιβλία προφανώς.

Για μένα πάντως γενικά το διάβασμα, η λογοτεχνία κυρίως, υπήρξε, ήταν και είναι τρομερή παρηγοριά, καταφύγιο, εκτόξευση, πηγή χαράς και απόλαυσης. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής μου, όταν μου φαίνονται ανυπόφορα τα πάντα, διαλέγω ένα λογοτεχνικό βιβλίο και με κρατάει στην επιφάνεια. Ακόμα και σε περίπτωση σωματικού πόνου, η λογοτεχνία σώζει. Θυμάμαι να ξυπνάω από έντονους πόνους τη νύχτα επί μήνες με έρπητα ζωστήρα και να αποκοιμιέμαι πάνω από το μυθιστόρημα που διάβαζα τότε.

Στην ουσία δεν έχω να δώσω κάποια συμβουλή παρά μόνο σε ενήλικους, να καθοδηγήσουν σωστά τα παιδιά.

Μου αρέσει πάρα πολύ να μιλάω με νέους ανθρώπους και είναι τεράστια η χαρά μου να εκδίδω νέους συγγραφείς, να μαθαίνω πώς οδηγήθηκαν εκεί, πώς μεγάλωσαν, γιατί διάβασαν.

 

Ποια είναι η άποψή σας για το ζήτημα του επιμελητή ενός βιβλίου; Έχω την αίσθηση ότι στις εφημερίδες και στις διαδικτυακές εκδόσεις σχεδόν έχει καταργηθεί.

Ακριβώς αυτό συμβαίνει και διεθνώς και εδώ. Να συμπληρώσουμε, επειδή μιλήσαμε πολύ για τη γλώσσα, ότι και οι επιμελητές είναι παιδιά της εποχής τους. Πάρα πολύ δύσκολα βρίσκεις πια επιμελητές που να ξέρουν καλά ελληνικά, καλό πολυτονικό. Δυστυχώς η κατάσταση είναι αυτή, αλλά και οι επιμελητές δεν παύουν να είναι αναγκαίοι. Ακόμα και καλό κείμενο να πάρουμε, γιατί υπάρχει και ένας ελάχιστος αριθμός ανθρώπων –ακαδημαϊκοί, καθηγητές ή πεζογράφοι– που φέρνουν ένα πάρα πολύ καλό κείμενο, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το δει επιμελητής. Γιατί στη σελιδοποίηση κάτι θα γίνει με τους συλλαβισμούς, αλλά και γιατί δεν υπάρχει τέλειο κείμενο.

 

Αυτός που κάνει την τυπογραφική διόρθωση, ο άνθρωπος που επιμελείται γενικά την έκδοση πρέπει να έχει μια κουλτούρα προφανώς και του βιβλίου, όχι μόνο της γλώσσας, έτσι δεν είναι;

Ναι, πρέπει να έχει μια ευρύτερη καλλιέργεια, γιατί δεν είναι μόνο τα συντακτικά και τα ορθογραφικά. Είναι τα πραγματολογικά. Διαβάζουμε συνέχεια κοτσάνες, κυρίως στις μεταφράσεις. Είναι θέματα κοινής λογικής, και όταν η επιμέλεια γίνεται υπό πίεση χρόνου ή από ανθρώπους που αγνοούν τις προηγούμενες γενιές, τους προηγούμενους συγγραφείς, τα κοινωνικο-πολιτικο-φιλοσοφικά δεδομένα, κ.λπ., τα λάθη φαίνονται.

 

Τι είναι για σας το ποιοτικό βιβλίο;

Το βιβλίο ποιότητας είναι αυτό που επιχειρεί να προσφέρει κάτι που δεν κυκλοφορεί ευρέως ή που δεν υπάρχει. Που βάζει ένα λιθαράκι παραπάνω. Που δεν είναι προϊόν της αντίληψης «εκδίδουμε κάτι για να πουλήσουμε». Οπωσδήποτε χρειάζεται αυτό που θα εκδώσουμε να πωληθεί. Αλλά εμάς, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είναι αυτός ο πρώτος στόχος μας. Επομένως, ένα βιβλίο ποιότητας είναι, πρώτα από όλα, αυτό που προσφέρει κάτι στους ανθρώπους που ζουν σήμερα αλλά και στις επόμενες γενιές. Δεν είναι κάτι που απευθύνεται μόνο σε συγκεκριμένο κοινό. Παραδείγματος χάριν ένα καλό παιδικό βιβλίο, όπως θα έλεγε ο παππούς μου, είναι γραμμένο από καλό συγγραφέα. Ο καλός συγγραφέας είναι καλός συγγραφέας. Τώρα αν νομίζουν διάφοροι ότι, επειδή πουλάει το παιδικό βιβλίο, μπορούν να γράψουν ένα παραμύθι παραφράζοντας άλλα δεκάδες παραμύθια, αυτά φαίνονται νομίζω με γυμνό οφθαλμό.

 

Και στην υλική υπόσταση του βιβλίου η ποιότητα σε τι συνίσταται;

Στο να μη σου μένει στα χέρια, δηλαδή να έχει καλό δέσιμο, και στο να είναι ευανάγνωστο. Το δεύτερο δεν εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του στοιχείου, των γραμμάτων, αλλά από το διάστιχο. Το σωστό διάστιχο είναι αυτό που διευκολύνει την ανάγνωση. Η κανόνες της τυπογραφίας είναι σημαντικοί γιατί σέβονται τον αναγνώστη, είτε πρόκειται για μικρά παιδιά είτε για μεγαλύτερους αναγνώστες που έχουν πρεσβυωπία.

 

Σας ευχαριστούμε πολύ.

Εγώ σας ευχαριστώ για την απολαυστική και γόνιμη συζήτηση.

 

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο.

Go to Top