Για την πανδημία του κορωνοϊού και θέματα δημόσιας υγείας μιλήσαμε με την Ελένη Πιτέλου, απόφοιτη 1991 του Β΄ Αρσακείου-Τοσιτσείου Λυκείου Εκάλης, η οποία είναι Ειδική Δημόσιας Υγείας, πρόεδρος για την Τεκμηρίωση Πραγματικού Χρόνου και την Τεχνητή Νοημοσύνη στη Διεθνή Εταιρεία Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας και αντιπρόεδρος για την Αξιολόγηση των Τεχνολογιών Υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Δημόσιας Υγείας.
Σας καλωσορίζουμε στο σχολείο σας ξανά μετά από χρόνια. Από ποιο Αρσάκειο αποφοιτήσατε;
Ξεκίνησα στο Τοσίτσειο Εκάλης το 1979, συνεχίζοντας για δώδεκα χρόνια και ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές μου το 1991. Με το Αρσάκειο υπάρχει ιδιαίτερη σχέση, μια και η μητέρα μου είναι Ηπειρώτισσα, με καταγωγή από το Πωγώνι Ηπείρου.
Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία έχει ιδιαίτερη σχέση με την Ήπειρο, αφού ο μεγάλος ευεργέτης της, ο Αρσάκης, αλλά και στη συνέχεια το ζεύγος Τοσίτσα είναι Ηπειρώτες.
Ναι, νομίζω ότι όλοι στην οικογένειά μου είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει η Φιλεκπαιδευτική, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τον τόπο καταγωγής μου. Προέρχομαι από μια οικογένεια με αρκετά δυναμικές γυναίκες –Αρσακειάδες και μη. Υπήρχαν γυναικεία πρότυπα και από την Παιδαγωγική Ακαδημία του Αρσακείου και από το ίδιο το σχολείο. Σε προσωπικό επίπεδο αισθάνομαι τυχερή που και στην παιδική ηλικία είχα επαφή με γυναίκες οι οποίες ήδη ήταν 50-60 ετών, μορφωμένες, εργαζόμενες και δυναμικές, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο για την εποχή εκείνη. Παρακολουθώ μέχρι σήμερα τη δραστηριότητα της Φιλεκπαιδευτικής και θεωρώ ότι τα Αρσάκεια Σχολεία έχουν εξελιχθεί με τον καλύτερο τρόπο, επιδιώκοντας συνεργασίες με ξένα πανεπιστήμια και ενδυναμώνοντας τη διδασκαλία των θετικών επιστημών παράλληλα με τη δυναμική παρουσία τους σε θέματα της ελληνικής γλώσσας. Νομίζω είναι σημαντικό να συνδυάζονται αυτά τα δύο. Στη δική μου περίπτωση, ενώ ο κύριος προσανατολισμός μου ήταν στις θετικές και τις ιατρικές επιστήμες, διατήρησα πολύ καλή επαφή με τη γλώσσα και την ελληνική λογοτεχνία, αφού στο Αρσάκειο ήταν δυνατό να καλλιεργηθούν παράλληλα σχετικά ενδιαφέροντα από πολύ νωρίς.
Πώς ήταν γενικότερα η σχολική σας ζωή;
Παρά τις προκλήσεις που μπορεί να έχει ένας έφηβος, τα μαθητικά μου χρόνια στο Αρσάκειο ήταν πολύ ξένοιαστα. Πολλοί καθηγητές ήταν καταλυτικοί στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας και θέλω να αναφερθώ σε δύο συγκεκριμένα, αν και ήταν πολύ περισσότεροι αυτοί που θα έπρεπε να αναφερθούν: στη φιλόλογό μας κ. Ηγησώ Τσιριγώτη-Ξυπνητού και στον μαθηματικό μας κ. Γιώργο Δικαίο. Και οι δύο με ενέπνευσαν σχετικά με το αντικείμενό τους και ήταν καταλυτικοί, διότι μου κατέστησαν σαφές ότι δεν υπήρχε ανάγκη να επιλέξω, αλλά ότι μπορούσα να συνδυάσω πράγματα. Αυτό για μένα ήταν απελευθέρωση μια και, ας πούμε, τα ήθελα όλα… Ήθελα να αναπτύξω όλα τα ενδιαφέροντά μου και το Αρσάκειο το ενθάρρυνε αυτό. Μπορεί να υπήρχαν άλλοι περιορισμοί, όμως δεν τους αισθάνθηκα. Μάλιστα η κ. Τσιριγώτη, μαζί με τους γονείς μου, με έσπρωξε να φύγω στο εξωτερικό από μικρή, παρά τις δικές μου επιφυλάξεις. Επίσης, η χρονιά μου ήταν η τελευταία που ήμασταν όλες κορίτσια. Με χαρά μπορώ να πω ότι, χάρη και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κρατάμε πάντα επαφή μεταξύ μας μέχρι σήμερα με κεφάτες ανταλλαγές.
Είναι πολύ σημαντικό ένα παιδί να μάθει να φιλτράρει την πληροφορία, να τη διασταυρώνει και να την αξιολογεί.
Πού κατευθυνθήκατε τελικά στις σπουδές σας;
Ειδικεύτηκα στη δημόσια υγεία, ξεκινώντας, όμως από τη μοριακή ιατρική και την ογκολογία. Στην Ελλάδα η εξειδίκευση στη δημόσια υγεία είναι μάλλον δύσκολα κατανοητή, ίσως και γιατί, εξαιτίας του κορωνοϊού, έχει ταυτιστεί με τη λοιμωξιολογία. Έφυγα στα 17 από την Ελλάδα, ξεκινώντας με σπουδές στην Ιατρική συνδυασμένες με τη Μοριακή Βιολογία αρχικά στο Queen Mary και στη συνέχεια στο King’s College του Λονδίνου. Δεν ακολούθησα τον κλάδο των Μαθηματικών, επειδή η προοπτική του να διδάξω στη δευτεροβάθμια ή την τριτοβάθμια, η κύρια επαγγελματική επιλογή που διαφαινόταν εκείνη την εποχή για αυτόν τον κλάδο, δεν με ενδιέφερε καθόλου τότε. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η έρευνα. Την απόφαση για το πού, σχεδόν την πήραν οι γονείς μου, οι οποίοι, ας πούμε, μου κατέστησαν σαφές ότι ήθελαν σπουδάσω στην Ευρώπη και όχι στην Αμερική, όπου είχα γίνει επίσης δεκτή, μια και ήταν πολύ μακριά για να μπορούμε να βλεπόμαστε όσο συχνά θα θέλαμε. Ο προσανατολισμός των σπουδών εκτός Ελλάδας ήταν δεδομένος από τα 15-16, νομίζω. Υπήρχε μία έννοια της ελευθερίας στην οικογένειά μου την οποία δεν είχα συνειδητοποιήσει όταν ήμουν μικρή. Οι γονείς μου με μεγάλωσαν με μεγάλη ελευθερία, αν κι εγώ αισθανόμουν μάλλον πίεση. Ίσως επειδή ήμουν αρκετά έντονο παιδί και ήταν πάντα δεδομένο ότι πρέπει να έχουμε όλοι την καλύτερη δυνατή απόδοση σε όλα τα επίπεδα: στη συμπεριφορά, τη γενική παρουσία, στα μαθήματα.
Πώς επιλέξατε τελικά σε ποια ευρωπαϊκή χώρα θα σπουδάσετε;
Οι επιλογές που είχα ήταν μεταξύ Αγγλίας, Λουξεμβούργου και Αμερικής. Το Λουξεμβούργο είχε το πλεονέκτημα ότι μπορούσα να επιλέξω μεταξύ Βελγίου, Γαλλίας ή Γερμανίας μετά για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Είναι και μια πολύγλωσση χώρα. Επέλεξα την Αγγλία, επειδή εκεί είχα ήδη περάσει το καλοκαίρι της Β’ Λυκείου εσώκλειστη σε κολέγιο και η εμπειρία μου ήταν εξαιρετική. Κάπου γύρω στα 24, μετά από αρκετά χρόνια ως κλινική ακαδημαϊκή βοηθός, με τη διατριβή μου στη μοριακή ογκολογία να υποστηρίζεται ερευνητικά από το ΝΑΤΟ, θέλησα να αφήσω το εργαστήριο και έψαξα άλλους δρόμους μακριά από το κλινικό και το αμιγώς ερευνητικό περιβάλλον. Με ενδιέφερε πλέον να δω πώς συνδέεται η έρευνα και τα αποτελέσματά της με την εφαρμογή της, αλλά και πώς θα πρέπει να διαμορφώνεται βάσει της απήχησης των όσων είχαν σημασία για τον κόσμο. Άρχισε επίσης, έτσι, προοδευτικά να με ενδιαφέρει περισσότερο η κοινωνική διάσταση της έρευνας, η χάραξη πολιτικής και, ιδιαίτερα, η επικοινωνία με τον κόσμο αμφίπλευρα: από τη μεριά του πολίτη που υφίσταται την πολιτική υγείας αφενός και της ερευνητικής κοινότητας που τη διαμορφώνει αφετέρου.
Πώς υποστηρίξατε αυτή την επιλογή σας;
Μετά από τα χρόνια που ήμουν ερευνητική υπότροφος, συνέχισα συμμετέχοντας στον σχεδιασμό κλινικών δοκιμών και στην κατάρτιση αναφορών για κλινικές μελέτες, τόσο για τον πανεπιστημιακό χώρο όσο και για τη βιομηχανία. Επίσης εργάστηκα και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας στο Λονδίνο. Έτυχε η μεγαλύτερη εταιρεία ιατροτεχνολογικών προϊόντων στον κόσμο να αναβαθμίζει την περίοδο εκείνη το ευρωπαϊκό της κέντρο για κλινική έρευνα και μου ζήτησαν να έρθω στην Ολλανδία, στο Μαάστριχτ, όπου βρισκόταν και το κέντρο. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, νομίζω, οι ρυθμοί εργασίας ήταν μάλλον πιο χαλαροί σε σχέση με το Λονδίνο κι έτσι μπόρεσα να συνδυάσω την εργασία μου με την εκπόνηση μεταπτυχιακού στη δημόσια υγεία, με κατεύθυνση τα οικονομικά της υγείας, τη διοίκηση και τη δημόσια πολιτική και δεύτερη ειδίκευση, τον αμέσως επόμενο χρόνο, στην επιδημιολογία. Πριν από 10-15 χρόνια τα μεταπτυχιακά με υψηλή ειδίκευση στη δημόσια υγεία (Master in Public Health) και τη δημόσια πολιτική (Master in Public Policy), ιδιαίτερα με έμφαση στην καινοτομία, μάλλον σπάνιζαν. Το Μάαστριχτ έχει ιδιαίτερη παράδοση και φήμη για την έμφαση στην ευρωπαϊκή διάσταση, ιδιαίτερα στους κλάδους της δημόσιας υγείας και του ευρωπαϊκού δικαίου. Είχα και την τύχη, τόσο στο εταιρικό όσο και στο πανεπιστημιακό περιβάλλον, να παρακολουθώ νέες τεχνολογίες υγείας, πώς προσδιορίζουμε την καινοτομία και πώς την αξιολογούμε. Τα επόμενα 10 χρόνια περίπου ασχολήθηκα με κλινικές δοκιμές στον χώρο των ιατροτεχνολογικών προϊόντων και την ογκολογία, πάντα στο πλαίσιο έρευνας και ανάπτυξης (R&D) για τη βιομηχανία, αλλά και για συμπράξεις πανεπιστημίων-βιομηχανίας. Μετά τα μεταπτυχιακά ξεκίνησε, πάντα παράλληλα με την εργασία μου, άλλος ένας ερευνητικός κύκλος με έμφαση στην αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας. Ένα μέρος του αφορούσε στην τεκμηριωμένη ιατρική και τις εστιασμένες στον ασθενή εκβάσεις, έτσι βρέθηκα πάλι στην Αγγλία (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) και στο Σιάτλ (Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον), μια και αυτά τα πανεπιστήμια πρωτοπορούσαν και πρωτοπορούν σε αυτά τα πεδία. Αμέσως μετά, συνέχισα με τη διακυβέρνηση και την ανάλυση πολιτικών στο Ινστιτούτο Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας του Μάαστριχτ για την Καινοτομία και την Τεχνολογία, που ανήκει στο Πανεπιστήμιο των Ηνωμένων Εθνών και στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ.
Ενώ ο κύριος προσανατολισμός μου ήταν στις θετικές και τις ιατρικές επιστήμες, διατήρησα πολύ καλή επαφή με τη γλώσσα και την ελληνική λογοτεχνία, αφού στο Αρσάκειο ήταν δυνατό να καλλιεργηθούν παράλληλα σχετικά ενδιαφέροντα από πολύ νωρίς.
Από όσα μας είπαμε μέχρι τώρα, δεν σας ενδιέφερε τόσο να είστε in vitro αλλά in vivo…
Πολύ σωστά το είπατε, προοδευτικά όλο και περισσότερο. Ωστόσο, με ενδιέφερε πάντα περισσότερο να είναι καλή η μεθοδολογία, δηλαδή να είναι ακριβής. Ασχολήθηκα λοιπόν με την τεκμηριωμένη ιατρική και την ενημερωμένη από την τεκμηρίωση χάραξη πολιτικής (evidence-based medicine και evidence-informed policymaking). Όταν ήμουν πολύ νέα, ήμουν περισσότερο, ας πούμε, ιατροκεντρική, δηλαδή είχα την πεποίθηση ότι ο ασθενής θα πρέπει να κάνει αυτό που γνωρίζουμε ότι είναι το σωστό, θα πρέπει να «ακούει». Αυτό σήμερα δεν είναι το ενδεδειγμένο και σίγουρα ο γιατρός, ο νοσηλευτής, η ομάδα ειδικών θα πρέπει πρωτίστως να ακούνε τον ασθενή. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο ασθενής, αν τον ακούσουμε, μπορεί να μας δώσει την καλύτερη δυνατή διάγνωση, ξέρει καλύτερα από όλους αν κάτι του κάνει καλό ή όχι και μπορεί και πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνονται από κοινού αποφάσεις για την υγεία του. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στη δημόσια υγεία, μόνο που εκεί πρέπει να μπορούμε να αφουγκραστούμε τις ανάγκες των πολιτών, να διαρθρώσουμε στρατηγικές επικοινωνίας και δράσης που να επιτρέπουν την ουσιαστική συμμετοχή τους.
Με την Ελλάδα διατηρήσατε επαφή;
Η Ελλάδα μού έλειπε πολύ. Κάπου γύρω στο 2006 άρχισα να αναζητώ τρόπους, μέσα από τη νέα μεθοδολογική μου προσέγγιση, να έρθω σε επαφή με την ελληνική ιατρική πραγματικότητα. Στην πατρίδα μας μέχρι τότε ο μόνος που είχε άρτια επιστημονική αρθρογραφία με θέμα τη σχέση γιατρού-ασθενούς ήταν ο καθηγητής Γενικής και Οικογενειακής Ιατρικής κ. Χρήστος Λιονής από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ήταν καταπληκτικό να έχεις έναν άνθρωπο στο πεδίο που αντιλαμβάνεται και αγωνίζεται για την έρευνα σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, οργανωμένη γύρω από τα ιατρεία και τα κέντρα υγείας (practice-based research). Δύσκολος αγώνας σε μια χώρα που κανείς δεν αντιλαμβανόταν ότι η μόνη της ελπίδα για άρτια προσέγγιση δημόσιας υγείας ήταν η ενδυνάμωση της πρωτοβάθμιας. Αποφασίσαμε να γράψουμε ένα βιβλίο μαζί τότε, στο οποίο είχαμε τη χαρά και την τιμή να συμμετέχουν πολλοί συνάδελφοι από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, αλλά και άλλα πανεπιστήμια, και το οποίο τελικά έγινε αρκετές εισηγητικές προτάσεις, με αποτέλεσμα να αρχίσω να διδάσκω στην Ιατρική Σχολή της Κρήτης, ενώ παράλληλα συνέχιζα ως ερευνήτρια, αλλά και με διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ. Φέτος η διαδικτυακή διδασκαλία μού επέτρεψε να δεχτώ και την πρόταση του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Charité του Βερολίνου συμμετέχοντας στη διδασκαλία στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα για τη διεθνή δημόσια υγεία.
Πώς συνδυάσατε όλες αυτές τις ιδιότητες;
Στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται πολύ ένα στέλεχος εταιρείας να έχει και πανεπιστημιακή ιδιότητα. Στο εξωτερικό όμως, μέχρι κάποια βαθμίδα, αυτό είναι απολύτως εφικτό. Με τις επόμενες προτάσεις που μου έγιναν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων έπρεπε να εξετάσω πώς μπορώ να αποφύγω τη σύγκρουση συμφερόντων, οπότε αποφάσισα να ανήκω αμιγώς στον πανεπιστημιακό χώρο, εργαζόμενη ως αξιολογήτρια για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και αναλαμβάνοντας την εκπροσώπηση των δύο πανεπιστημίων σε διεθνή δίκτυα, για να εμπλουτίσω την εμπειρία μου με τη διδασκαλία και την αλληλεπίδρασή μου με τους φοιτητές, αλλά και για να εξοικειωθώ με το έργο διεθνών και ευρωπαϊκών φορέων, πάντα στα δικά μου γνωστικά αντικείμενα. Παράλληλα συνέχισα τη συνεργασία μου με το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ και προστέθηκαν και άλλα καθήκοντα διδασκαλίας και εκπροσώπησης σε δίκτυα για το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Επειδή το Μάαστριχτ και οι Βρυξέλλες βρίσκονται πολύ κοντά και από το 2016, λόγω Brexit, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ήρθε στο Άμστερνταμ, ήταν δυνατό να συμμετέχω με φυσική παρουσία σε επιτροπές και δίκτυα χωρίς ιδιαίτερη ταλαιπωρία. Περαιτέρω νομίζω ότι με κέφι και καλή υγεία πολλά μπορούν να συνδυαστούν.
Τα Αρσάκεια Σχολεία έχουν εξελιχθεί με τον καλύτερο τρόπο, επιδιώκοντας συνεργασίες με ξένα πανεπιστήμια και ενδυναμώνοντας τη διδασκαλία των θετικών επιστημών παράλληλα με τη δυναμική παρουσία τους σε θέματα της ελληνικής γλώσσας.
Συνεχίσατε να ασχολείστε με την κλινική έρευνα;
Η κλινική έρευνα περιλαμβάνει ένα προκλινικό στάδιο και στη συνέχεια τις κλινικές δοκιμές, αλλά και την επικοινωνία με τον ασθενή. Η διαδικασία αυτή είναι ένα απαραίτητο στάδιο της κλινικής έρευνας, το οποίο τώρα με τον κορωνοϊό όλος ο κόσμος παρακολουθεί ζωντανά πώς διεξάγεται. Έχουμε παράλληλα δοκιμές, δεδομένα, τεκμηρίωση κ.λπ. πραγματικού κόσμου. Αυτή η διαδικασία για μένα ήταν γοητευτική και πολύ ενδιαφέρουσα πάντα. Αυτό το πεδίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φαρμακοεπιδημιολογία, αλλά και γενικότερα. Στην Ελλάδα που έχουμε ιδιαίτερο ανάγλυφο και ιδιότυπη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, δηλαδή πέρα από τα αστικά κέντρα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν έχει εύκολη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, κυρίως λόγω μειωμένης προσβασιμότητας, μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να δούμε πώς η κλινική έρευνα διαμορφώνεται όταν την κατευθύνουν οι ασθενείς (patient-led trials), αλλά και οι συμμετοχικοί τρόποι για τον σχεδιασμό έρευνας με τους πολίτες βάσει των τοπικών αναγκών (cο-creation, co-design). Ιδιαίτερη σημασία έχει να δούμε πώς σε παρεμβάσεις δημόσιας υγείας μπορούν να παίξουν ρόλο οι πολίτες για την αποτίμηση της αξίας της και ποιοι μηχανισμοί διακυβέρνησης διασφαλίζουν διαφάνεια, αντιπροσωπευτικότητα, αλλά και μπορούν να υποστηρίξουν μια άρτια μεθοδολογικά προσέγγιση για τον καταμερισμό πόρων.
Ποια είναι η μετέπειτα πορεία σας;
Από το 2017 εκπροσωπώ το Πανεπιστήμιο Κρήτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση Δημόσιας Υγείας και το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, αλλά εκλέχτηκα σχεδόν αμέσως στη συντονιστική επιτροπή για την αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας, οπότε βρέθηκα εκπρόσωπος των δύο αυτών φορέων σε διάφορα δίκτυα και απέκτησα ιδιαίτερη εγγύτητα και με τις Βρυξέλλες. Καλώς ή κακώς δεν υπάρχει καλή επικοινωνία με όλες τις χώρες για τη χάραξη ενιαίας πολιτικής. Οι Βρυξέλλες είναι το κέντρο των αποφάσεων σε θέματα της ΕΕ. Το σύνολο λοιπόν της επαγγελματικής μου πορείας μέχρι τώρα έχει ως εξής: ξεκίνησε από την Αγγλία μεταξύ 1991-2007, το 2008 βρίσκομαι στην Ολλανδία, 2013-2017 στη Γερμανία και επιστρέφω πάλι στο Μάαστριχτ μόνιμα στα μέσα του 2017, ακριβώς επειδή μου επιτρέπει να είμαι μέσα σε 45΄ στις Βρυξέλλες. Δεν ήταν προγραμματισμένο να βρεθώ σε τόσα δίκτυα, αλλά υπήρχε ο χρόνος και η διάθεση, αλλά και εξαιρετικοί συνεργάτες και ομάδες. Αυτή τη στιγμή είμαι πλέον αντιπρόεδρος για την Αξιολόγηση των Τεχνολογιών Υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Δημόσιας Υγείας, συμπρόεδρος στη Διεθνή Εταιρεία Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (HTAi) για την τεχνητή νοημοσύνη και τα δεδομένα πραγματικού κόσμου, ενώ είμαι στο Δίκτυο Ειδικών ΗΤΑ της ΕΕ, εκπροσωπώντας τους επαγγελματίες υγείας, και στην Ομάδα Εργασίας Επαγγελματιών Υγείας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, όπου πρόσφατα ξεκινήσαμε μια ξεχωριστή ομάδα με έμφαση στη χάραξη πολιτικής. Αυτή η τελευταία ομάδα θα εστιάσει αρχικά στην καινοτομία και στη συνέχεια στα δεδομένα πραγματικού κόσμου. Με την Κρήτη βρέθηκα από το 2017 εκπρόσωπος χώρας στην Κατευθυντήρια Ομάδα της Πρωτοβουλίας για την πληροφορία στην υγεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ενώ από το 2019, εκπροσωπώ το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ στο νέο διεθνές δίκτυο αξιολόγησης κοινωνικής τεχνολογίας.
Πώς αξιοποιείτε όλες αυτές τις ιδιότητές σας;
Όλες αυτές οι θέσεις είναι για μένα κομμάτια ενός παζλ που ουσιαστικά συνθέτει το πώς μπορούμε να έχουμε καλή δημόσια υγεία και, φυσικά, καλύτερες εκβάσεις και καλύτερη διαβίωση για όλους μας. Η αλήθεια είναι ότι ο κορωνοϊός έφερε όσους είμαστε στον χώρο της δημόσιας υγείας στο επίκεντρο και ορισμένοι έγιναν πλέον πολύ γνωστοί στον κόσμο. Ξαφνικά ο Έλληνας –και μαζί και οι γονείς μου, αφού δεν έχουν σχέση με το πεδίο: η μητέρα μου είναι οικονομολόγος και ο πατέρας μου μηχανολόγος– μαθαίνει τι είναι κλινική δοκιμή, τι είναι αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας, τι κάνει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων και ποιος είναι ο ρόλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Νομίζω ότι έχουμε μεγάλο περιθώριο να βελτιώσουμε ακόμα περισσότερο την επικοινωνία μας σχετικά με την υγεία και αυτό συγκεκριμένα είναι ένα κομμάτι στο οποίο θέλω να δουλέψω εντατικά ειδικά με αποδέκτες τα παιδιά και τους νέους, των οποίων η ενημέρωση και η κατάρτιση πρέπει να ξεκινάει πολύ νωρίτερα, γύρω στα 10-12 χρόνια τους και να είναι σίγουρα πολύ πιο ουσιαστική. Στο ερευνητικό πεδίο, με το Πανεπιστήμιο Κρήτης εστιάζουμε στην πληροφορία υγείας και τη δημιουργία ερευνητικών υποδομών με νέο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, ενώ στο Μάαστριχτ επικεντρωνόμαστε στην τεχνητή νοημοσύνη, δίνοντας, όμως, έμφαση και στον ρόλο της νομικής και ηθικής διάστασης. Η αναφορά σε χάραξη πολιτικής δημόσιας υγείας χωρίς να βλέπει κανείς το νομικό πλαίσιο είναι μάλλον έωλη και είναι καιρός να επανεξετάσουμε το πώς προσεγγίζουμε τη συζήτηση, την έρευνα και τη χάραξη πολιτικής.
Πώς θα προσδιορίζατε με απλά λόγια τις αρμοδιότητες ενός ειδικού της δημόσιας υγείας;
Ο ειδικός δημόσιας υγείας οφείλει και πρέπει να είναι εκπαιδευμένος σε πολλαπλά επιστημονικά πεδία. Παράλληλα, πρέπει να έχει τη δεξιότητα της επικοινωνίας, ώστε να συνεργάζεται με τους ειδικούς όλων των ιατρικών κλάδων για να έχει νόημα η σύνδεση που κάνει προκειμένου να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για να ληφθούν οι πρέπουσες αποφάσεις, να σταθμίζει το όφελος με τον κίνδυνο, αναλόγως των συνθηκών. Στις αρμοδιότητές του εμπίπτει επίσης και η μετέπειτα επικοινωνία των αποφάσεων αυτών στο ευρύτερο κοινό, που περιλαμβάνει τους ειδικούς σε όλα τα επίπεδα φροντίδας υγείας, αλλά και τους πολιτικούς και άλλους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και λήψης αποφάσεων, καθώς και τους πολίτες. Τα πεδία της πληθυσμιακής υγείας είναι πολλαπλά: επιδημιολογία, οικονομικά της υγείας, βιοστατιστική ανάγνωση και ερμηνεία των κλινικών δοκιμών, πράγμα που δεν είναι απλώς επιστήμη αλλά πραγματική τέχνη, επικοινωνία και προαγωγή της υγείας και, βέβαια, ιδιαίτερη έμφαση έχουμε στην περιβαλλοντική διάσταση. Η επικοινωνία, ιδιαίτερα σε σχέση με την προαγωγή υγείας και τη διαχείριση κρίσεων, δεν διδάσκεται καθόλου συστηματικά στη χώρα μας και αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση, διότι πρέπει να είναι διαφορετική προς το κοινό, διαφορετική όταν είναι τηλεοπτική κ.λπ., ενώ αλλιώς αξιολογούμε και εξηγούμε το όφελος προς τον κίνδυνο όταν πρόκειται για ένα άτομο και αλλιώς για τον πληθυσμό. Νομίζω η φετινή χρονιά κατέδειξε, με τον πιο θλιβερό ίσως τρόπο, πόση δουλειά έχουμε μπροστά μας.
Σε συνθήκες μεγάλων παγκόσμιων κρίσεων, όπως είναι τώρα η πανδημία, πώς μπορεί ένας ειδικός να απευθύνεται στο κοινό για να καλύψει το προφανές χάσμα που υπάρχει μεταξύ των γνώσεων του μέσου πολίτη και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται την επιστήμη του και την κοινωνία ο ίδιος, ώστε να προλαμβάνει τη διάχυση των θεωριών συνωμοσίας;
Η γλώσσα είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της δουλειάς του ειδικού δημόσιας υγείας για να αποφεύγεται η πολυσημία και η αμφισημία στους όρους. Άλλο δύσκολο σημείο είναι η μετάφραση των όρων από τα Αγγλικά ή η χρησιμοποίηση τεχνικών όρων, που η σημασία τους είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Για παράδειγμα, τι μπορεί να σημαίνει «επίπτωση» και «επιπολασμός» για τον πολίτη; Μάλλον λίγα πράγματα ή και τίποτα. Σίγουρα βρισκόμαστε σε συγκυρία πληροφοριοδημίας, αλλά και παραπληροφόρησης έχοντας ακόμα και φαινόμενα με ψευδή νέα/ψεύτικες ειδήσεις. Οι ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι φιλότιμες προσπάθειες πολλών εξαιρετικών ειδικών μέσα από αυτά δεν μπορούν ούτε και πρέπει να υποκαθιστούν τη συστηματική ενημέρωση από τους επίσημους φορείς. Όσο προχωράμε, για παράδειγμα όπως στην περίπτωση των εμβολίων, τόσο πιο σύνθετοι θα γίνονται οι διαγνωστικοί και οι συνταγογραφικοί αλγόριθμοι, θα μειώνεται η αβεβαιότητα επιστημονικά, αλλά θα έχουμε τεράστιο όγκο πληροφορίας, που θα διαφέρει για τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες, θα διαμορφώνεται διαφορετικά κατά τόπους εξαιτίας διαφορετικών συνθηκών κ.λπ. Είναι καίριας σημασίας να υπάρχει συστηματική και επίσημη ενημέρωση, καλή επικοινωνία με τους πολίτες όλων των ηλικιών και ενδυνάμωσή τους για να μπορούν να συμμετάσχουν στη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν και στην εφαρμογή αποφάσεων που για να είναι επιτυχημένες χρειάζεται η συμμετοχή τους. Χρειάζεται λοιπόν ένα σώμα καταρτισμένων ειδικών, εξειδικευμένων στην επικοινωνία μεταξύ άλλων, και διασφάλιση ότι κάθε αρμόδιος φορέας έχει επαρκές δυναμικό αριθμητικά, αλλά και από πλευράς εξειδίκευσης.
Τα πεδία της πληθυσμιακής υγείας είναι πολλαπλά: επιδημιολογία, οικονομικά της υγείας, βιοστατιστική ανάγνωση και ερμηνεία των κλινικών δοκιμών, πράγμα που δεν είναι απλώς επιστήμη αλλά πραγματική τέχνη.
Θα λέγαμε ότι ο ρόλος του ειδικού δημόσιας υγείας παραμένει περισσότερο γνωμοδοτικός;
Σε μεγάλο βαθμό ναι, αλλά υπάρχει μεγάλο εύρος. Ανάλογα με το σύστημα κάθε χώρας αλλάζει ο ρόλος του αλλά και οι υποειδικότητες. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, είχαμε παραδοσιακά μια ταύτιση με τη μικροβιολογία και τη λοιμωξιολογία, επειδή ιστορικά η δημόσια υγεία συνδεόταν με την υγιεινή. Στην Αγγλία, αλλά και τα περισσότερα μέρη της Ευρώπης, τα τελευταία χρόνια υπήρχε σαφώς, από πολύ νωρίτερα, διεύρυνση με τη χάραξη της πολιτικής ή τα οικονομικά της υγείας κ.λπ. Εξαρτάται λοιπόν πολύ από το σύστημα, το οποίο ιδανικά θέλουμε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών. Υπάρχουν επιστήμονες που ασχολούνται με τη δημόσια υγεία οι οποίοι προέρχονται από άλλες ειδικότητες. Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα σημαντική η διεπιστημονική προσέγγιση: ενδεικτικά, το ίδιο σημαντικοί είναι οι νοσηλευτές, που εμβολιάζουν σε πολλές χώρες, οι κοινωνικοί λειτουργοί, που μας δίνουν έγκαιρα εικόνα του ποιος πλήττεται σε σημαντικό βαθμό και λόγω κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, οι βιολόγοι –ιολόγοι, μοριακοί βιολόγοι–, που ουσιαστικά βασιζόμαστε πάνω τους για καθετί που αφορά στο πώς συμπεριφέρεται και εξελίσσεται ο ιός, οι μαίες, εξαιρετικές για να ενημερώσουν και καταλυτικής σημασίας για το πώς θα λειτουργήσει ολόκληρη η οικογένεια σε ευρύ φάσμα αποφάσεων για την υγεία… Αυτές και άλλες πολλές ειδικότητες έχουν κατά περίπτωση μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο. Όμως είναι απαραίτητο να συνεργάζονται και να μιλάνε την ίδια γλώσσα, στον βαθμό που είναι εφικτό, ώστε να λαμβάνονται οι καλύτερες δυνατές αποφάσεις.
Ποιες άλλες είναι οι αρμοδιότητες ενός ειδικού δημόσιας υγείας;
Ο ειδικός δημόσιας υγείας κινείται στο ερευνητικό πεδίο και σε χώρες με πιο ανεπτυγμένο σύστημα δημόσιας υγείας, όπως στην Αγγλία και την Ολλανδία, αλλά και άλλες πολλές, δεν κάνει απλά ανίχνευση με μοριακά τεστ και σίγουρα δεν ταυτίζεται μόνο με την κλινική φροντίδα στο πλαίσιο της παθολογίας και της παιδιατρικής, όπου στην Ελλάδα έχουμε την ειδίκευση της λοιμωξιολογίας. Αντίθετα, προχωράει στην πρακτική, δηλαδή οργανώνει μικρές μονάδες δημόσιας υγείας που βοηθούν την κοινότητα, τα πανεπιστήμια και τους γιατρούς να πάρουν κοινή απόφαση με τις ομάδες φροντίδας και να την κάνουν κατανοητή και αποδεκτή, επιστρέφοντας πίσω στην κοινότητα για ανατροφοδότηση της έρευνας και της πρακτικής βάσει των τοπικών προτεραιοτήτων και αναγκών. Επίσης μπορεί να έχει καίριο ρόλο στα οικονομικά της υγείας: πώς κάνουμε προμήθεια αγαθών, πώς την προγραμματίζουμε, πώς αξιολογούμε πού θα επενδύσουμε και πού θα αποεπενδύσουμε, ώστε το σύστημα να λειτουργεί σωστά σε κάθε περίπτωση. Όταν οι πόροι είναι περιορισμένοι, θα πρέπει να μπορούμε να ζυγίσουμε ανάμεσα σε επιλογές φαρμακευτικών παρεμβάσεων και μέτρων που δεν είναι φαρμακευτικά. Υπάρχει επίσης η πιο ακτιβιστική, ας την πούμε έτσι, πλευρά: η συνηγορία (advocacy), πιο έντονη σε κάποιους χώρους, που συνίσταται στην προσπάθεια του ειδικού δημόσιας υγείας να περάσει νέες νομοθετικές προτάσεις, όπως γίνεται αυτή τη στιγμή στην ΕΕ για την αξιολόγηση της τεχνολογίας της υγείας, με σκοπό να γίνεται κεντρικά από όλες τις χώρες, όπως κεντρικά πετύχαμε και τη λήψη απόφασης για τα εμβόλια ή για ογκολογικά φάρμακα ή για την τεχνητή νοημοσύνη για άρτιο πλαίσιο ενίσχυσης της καινοτομίας στη βάση διεπιστημονικής, διατομεακής και διακρατικής συνεργασίας. Φυσικά η εκπαίδευση και άλλα πεδία δεν αποκλείονται επίσης.
Πρόκειται λοιπόν για μια νέα θεώρηση της υγείας που θέλει να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης;
Ναι, θα έχετε ακούσει για τη διασυνοριακή υγεία που έγκειται στη διακρατική συνεργασία. Ιδανικά, κάποιοι από τους ειδικούς δημόσιας υγείας, οι οποίοι συμμετέχουν σε τέτοια δίκτυα, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται πώς παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα, ώστε αυτά να μπορούν να μεταφραστούν σε χάραξη πολιτικής. Η χάραξη της πολιτικής δεν πρέπει να είναι μόνο επιστημονικά τεκμηριωμένη, αλλά να είναι προσαρμοσμένη και στις τοπικές ανάγκες του κάθε μέρους. Διότι πολύ συχνά μεταφέρουμε στην Ελλάδα την παρέμβαση που δούλεψε πολύ καλά σε ένα βόρειο κράτος –στην Αθήνα ή, ας πούμε… στο ακριτικό Πωγώνι– και αυτή η απλή αντιγραφή-μεταφορά δεν λειτουργεί. Αυτός είναι ο ρόλος του ειδικού δημόσιας υγείας. Να λάβει υπ’ όψιν του όλες τις παραμέτρους, να συνεργαστεί με τις τοπικές αρχές, τα κατάλληλα δίκτυα και την κεντρική εξουσία, ώστε να βοηθήσει και στην καλή εφαρμογή, αλλά και στην έρευνα με δείκτες πάνω στη συγκεκριμένη εφαρμογή.
Αναφέρατε ότι είναι σκόπιμο οι βασικές αρχές για τη δημόσια υγεία να ξεκινούν από το σχολείο και μάλιστα από μικρή ηλικία. Τι οφέλη έχει μια τέτοια πρόνοια;
Τα παιδιά μπορούν να απορροφήσουν βασικές επιστημονικές αρχές τόσο της ιατρικής όσο και της δημόσιας υγείας από νωρίς. Αυτή την περίοδο καταλάβαμε πόσο αντιληπτά έγιναν από τα παιδιά τα μέτρα –τα μη φαρμακευτικά μέτρα– που πήραμε για τη δημόσια υγεία. Θέματα υγιεινής ή φιλτραρίσματος της πληροφορίας με βάση την πηγή της πρέπει από πολύ νωρίς να καλλιεργούνται. Σήμερα ανθεί ένας νέος κλάδος που έχει ονομαστεί infodemiology «πληροφοριοδημιολογία», που μελετά την πληροφοριοδημία, την ταχεία διασπορά πληροφοριών (διακριτή από την παραπληροφόρηση, η οποία έχει στόχο τη διοχέτευση μιας λανθασμένης πληροφορίας), την έκρηξη της πληροφόρησης που διοχετεύεται στα κοινωνικά δίκτυα και στα κανάλια, γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό ένα παιδί να μάθει να φιλτράρει την πληροφορία, να τη διασταυρώνει και να την αξιολογεί. Αυτές οι αρχές μπορούν να ξεκινήσουν από πολύ νωρίς και τολμώ να πω ότι αυτό υπήρχε στο Αρσάκειο. Μας βοηθούσε να αναπτύξουμε κριτική ικανότητα. Επειδή η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν προχωρήσει πάρα πολύ, αν δεν εμπλουτίσουμε λίγο τη βάση, όχι με υπερβολικό φορτίο αλλά με τις βασικές κριτικές αρχές, είναι πάρα πολύ δύσκολο για τους νέους, με την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών τους, να διατηρήσουν –πόσω μάλλον να αναπτύξουν– μεγάλο εύρος κατανόησης για όλα όσα τους αφορούν σε θέματα υγείας, αλλά και άλλα. Περαιτέρω, όσο περισσότερο εξειδικεύεται κάποιος τόσο πιο επιτυχημένος είναι, αλλά τόσο δυσχεραίνεται η ικανότητά του να επικοινωνεί με άλλους κλάδους και να έχει ολοκληρωμένη εικόνα του τι συμβαίνει γύρω του. Είναι λοιπόν καίριας σημασίας να έχει καλή βάση και να μπορεί να εμβαθύνει ανάλογα με τις ανάγκες και τις καταστάσεις που θα συναντήσει.
Η χάραξη της πολιτικής υγείας δεν πρέπει να είναι μόνο επιστημονικά τεκμηριωμένη, αλλά να είναι προσαρμοσμένη και στις τοπικές ανάγκες του κάθε μέρους.
Σχετικά με αυτό το θέμα, πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα και πώς στην Ολλανδία;
Οι Ολλανδοί δεν είναι πιο δυνατοί στα μαθηματικά ή στις επιστήμες από τους Έλληνες. Μαθαίνουν όμως τα Αγγλικά από πολύ μικρή ηλικία. Καλώς ή κακώς η επιστημονική τεκμηρίωση, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι στα Αγγλικά. Έτσι οι Ολλανδοί έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης στην πρωτογενή πηγή, ενώ ο Έλληνας βρίσκεται πίσω από ένα παραπέτασμα μετάφρασης, ίσως και παράφρασης. Πολλοί καλοί Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού μπαίνουν στον ρόλο του μεταφραστή, του δημοσιογράφου, του ανταποκριτή, γιατί η εξέλιξη στην ακαδημαϊκή σταδιοδρομία δεν αξιολογείται μόνο από τις δημοσιεύσεις, αλλά και από τον αντίκτυπο που έχει ο επιστήμονας στο ευρύ κοινό και σε επίπεδο χάραξης πολιτικής. Σε αυτό πλεονεκτούν οι Κάτω Χώρες, ενώ η Γερμανία εξελίσσεται και η Ελλάδα απουσιάζει. Η Γερμανία καθυστέρησε επειδή δεν καλλιέργησε τα Αγγλικά, αλλά είχε και χαμηλή εξωστρέφεια για πληθώρα λόγων. Το έχει αντιληφθεί και το διορθώνει με εντατική προσπάθεια στην παγκόσμια δημόσια υγεία, τη διπλωματία της υγείας και τις συμπράξεις βιομηχανίας και πανεπιστημιακών κέντρων, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στην αναζήτηση ταυτότητας μεταξύ Ανατολής και Δύσης και σε μια σύγχυση για το πώς μπορεί να καλλιεργήσει εξωστρέφεια και με ποιον ρυθμό θα πρέπει να κινηθεί για να έχουμε ουσιαστική καινοτομία και όχι απλώς νέα αποσπασματικά πειράματα.
Πώς αντιμετώπισαν την πανδημία ο ελληνικός και ο ολλανδικός λαός; Είχαν διαφορετική στάση απέναντι στις οδηγίες;
Μιλώντας πάντα υποκειμενικά θα πω ότι οι Έλληνες ήταν εξαιρετικοί. Η θυσία που έκανε ο Έλληνας μένοντας μέσα είναι πολυδιάστατη, διότι δεν ζει μόνος του ούτε καν σε ζευγάρι, ζει μέσα στην οικογένεια, σε μικρές κοινωνικές ομάδες, η κοινωνική του ζωή χτίζεται γύρω από ομαδικές γιορτές και συνεστιάσεις. Είχα την τύχη να μεγαλώσω με υπέροχους παππούδες και γιαγιάδες και από τις δύο πλευρές. Είναι πάρα πολύ δύσκολη η απουσία κοινωνικής συνάντησης για την ελληνική οικογένεια. Η επιθυμία να συναντηθούν οι παππούδες με τα εγγόνια είναι μια ιδιαίτερη παράμετρος. Μια άλλη παράμετρος που στην Ελλάδα σίγουρα ισχύει σε μεγάλο βαθμό είναι ότι οι γυναίκες είναι εξαντλημένες, ειδικά αυτές που έχουν μικρά παιδιά. Και βασίζονται στη διευρυμένη οικογένεια για να αντεπεξέλθουν. Διότι δεν υπάρχει κρατική πρόνοια για την υποστήριξή τους στις επαγγελματικές, τις οικογενειακές και τις προσωπικές τους δραστηριότητες, ενώ στον πολιτικό λόγο βλέπουμε πόσο πίσω βρισκόμαστε, μια και δεν γίνεται ιδιαίτερη συζήτηση για το πώς θα στηρίξουμε τον πατέρα και τη μητέρα στην οικογένεια ή τον άνδρα και τη γυναίκα να φτιάξουν οικογένεια. Έχουμε αρχίσει να βλέπουμε κάποια προσπάθεια για στήριξη της εργαζόμενης γυναίκας, αλλά παρατηρήσαμε και δραματική αύξηση στην ενδοοικογενειακή βία, ενώ είναι σαφές ότι ένα κύμα για το οποίο θα πρέπει αναμφισβήτητα να ανησυχούμε είναι αυτό των ψυχικών νοσημάτων. Ο Έλληνας, επίσης, είναι για παρατεταμένο διάστημα πάρα πολύ πιεσμένος οικονομικά και έχει μειωμένη πρόσβαση σε πόρους, όπως το διαδίκτυο, σε σχέση με την Ολλανδία, όπου μόλις το 3% των παιδιών δεν έχει πρόσβαση –δεν ισχύει το ίδιο στο Βέλγιο, όπου το ποσοστό φτάνει στο 10%. Από την άλλη ο Έλληνας έχει το σύνδρομο του «αθάνατου», αλλά και μια πίστη και αγάπη στην πατρίδα και στη δυνατότητά του να αντέξει. Ακριβώς επειδή δεν έχει περάσει λίγα, ξέρει ότι αντέχει, πολλές φορές θέλει να ξεπεράσει τη δυσκολία και να προχωρήσει. Η πανδημία δεν είναι σαν μια καταιγίδα που αρχίζει και τελειώνει. Είναι εξελισσόμενη καταιγίδα και η αντιμετώπισή της θέλει μια ιδιοσυγκρασία και δυνατότητες που ίσως δεν έχει, διότι χρειάζεται υπομονή όχι μηνών, αλλά μάλλον πολλών ετών για μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την παρούσα συγκυρία και τις επιπτώσεις της σε πολλαπλά επίπεδα, από το αποδυναμωμένο σύστημα υγείας και το εξαντλημένο προσωπικό που το στελεχώνει, στην απώλεια αγαπημένων προσώπων, σε αυτό που αποκαλούμε παράπλευρες απώλειες και, βέβαια, σε μειωμένη κοινωνική συνοχή και αντοχές για μελλοντικά προβλήματα και κρίσεις.
Στην Ολλανδία τα μέτρα ήταν πολύ πιο ήπια και αναλογικά με αυτά που θα μπορούσε να εφαρμόσει ο Ολλανδός. Βέβαια και εδώ, όπως παντού, υπάρχουν αντιδράσεις. Ο κόσμος έχει κουραστεί και ένας από τους λόγους, και στη Γερμανία και στην Αγγλία και παντού σε όλο τον κόσμο, είναι ότι δεν υπήρξαν καλές στρατηγικές επικοινωνίας. Όταν λες ότι εμβολιαζόμαστε και βγαίνουμε, δημιουργείται λάθος αντίληψη για τι μπορεί να περιμένει ο κόσμος. Είμαστε στην αρχή του 2021, όμως είναι φανερό ότι δυνητικά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα κύμα που μακάρι να μη φέρει, αλλά μάλλον θα φέρει, χειρότερες εικόνες από τα προηγούμενα.
Μέτρα όπως οι απαγορεύσεις των μετακινήσεων, τα lock down, είναι αποτελεσματικά;
Υπάρχει σύγχυση σε αυτό το θέμα. Οι απαγορεύσεις τύπου «ακορντεόν» δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, σε αντίθεση με ένα αυστηρό lockdown το οποίο εφαρμόζεται συγκεκριμένα και στοχευμένα. Τα lockdown διαφέρουν από χώρα σε χώρα και από περίοδο σε περίοδο. Την άνοιξη στη βόρεια Ιταλία το απαγορευτικό –με καθολική απαγόρευση μετακινήσεων κ.λπ.– ήταν πολύ αυστηρό. Μπορούσες να βγεις μόνο μία φορά από το σπίτι σου και με ειδική άδεια. Στην Ελλάδα υπάρχουν τα sms, στην Ολλανδία δεν υπάρχει τίποτα από τα δύο. Εδώ έχουμε να κάνουμε και πάλι με τη γλώσσα και τα νοήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Όταν ένας Έλληνας λέει lockdown εννοεί κάτι πολύ διαφορετικό από έναν άλλο Ευρωπαίο. Μια ομάδα 20 επιστημόνων (μαθηματικών, ειδικών δημόσιας υγείας, επιδημιολόγων κ.ά. ειδικοτήτων), δημοσιεύσαμε στη Lancet ένα κείμενο-θέση με ένα κάλεσμα για πανευρωπαϊκή συντονισμένη δράση, στο οποίο εξηγούμε ότι ο κόσμος, αν συνεχίσουμε έτσι, θα εξαντληθεί, ενώ δεν θα μπορούμε να ελέγξουμε και να προβλέψουμε τις παράπλευρες απώλειες, όπως τις καθυστερημένες διαγνώσεις καρκίνου, που ήδη γνωρίζουμε, την καταγεγραμμένη άνοδο της ενδοοικογενειακής βίας, την αυξανόμενη ζήτηση για ψυχική υποστήριξη, τόσο στους νέους (φοιτητές) όσο και στους ηλικιωμένους, με άνοδο της κατάθλιψης. Μια άλλη διάσταση, πολύ σημαντική για τους ανθρώπους της δημόσιας υγείας, είναι η παροχή φροντίδας υγείας. Έχουμε γενιές ανθρώπων από 25-30 έως 50-60 ετών που αυτή τη στιγμή εργάζονται στην πρώτη γραμμή στον χώρο της υγείας και είναι εξαντλημένοι, ενώ δεν έχουν την απαιτούμενη υποστήριξη και για την εργασία τους, αλλά και για τη δική τους ψυχική υγεία.
Υπάρχουν στοιχεία που προσδιορίζουν ποιο αποτύπωμα θα έχει αφήσει η πανδημία στην κοινωνία όταν πια θα έχει τελειώσει;
Οι πρώτοι δείκτες του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία δείχνουν τις παράπλευρες απώλειες. Επίσης ένα νέο έργο, που είναι συνέχεια της ευρωπαϊκής δράσης για την πληροφορία στην υγεία, το οποίο εξετάζει την πληθυσμιακή υγεία έχει αποτυπώσει σε γράφημα αυτό που αποκαλούμε «τέταρτο κύμα». Αυτό το τέταρτο –ή πολλαπλό– κύμα θα έχει άλλο χαρακτήρα και δεν το έχουμε δει να υποχωρεί ιδιαίτερα στα διαστήματα μεταξύ των επιδημικών εξάρσεων. Το βλέπουμε να ανεβαίνει και να σταθεροποιείται για τα επόμενα 10 χρόνια και δεν είναι άλλο από την ψυχική υγεία που έχει σχέση με τις παράπλευρες απώλειες και την οικονομική ζημία. Γίνονται αρκετές προσπάθειες ώστε με τους κατάλληλους δείκτες να εξετάσουμε πώς αυτό μπορεί να διορθωθεί σε πληθυσμιακό επίπεδο ξεχωριστά για κάθε χώρα αλλά και για κάθε περιοχή. Με άλλους δείκτες εξετάζουμε τη νησιωτική Ελλάδα που έχει τουρισμό, με άλλους τις ακριτικές περιοχές και με άλλους περιοχές που βασίζονται πολύ στη διασυνοριακή μετακίνηση εργατικών χεριών, π.χ. Πολωνία – Γερμανία, Αλβανία – Ελλάδα. Η Αλβανία, ως γνωστόν, δεν ανήκει στη Ευρωπαϊκή Ένωση και έπρεπε να γίνουν άλλες προσπάθειες για να προμηθευτεί εμβόλια. Είναι σημαντικό να πούμε ότι έγιναν μεγάλες προσπάθειες για να θωρακιστεί η χώρα μας και έτσι όλα τα Βαλκάνια να έχουν πρόσβαση στον εμβολιασμό, διαφορετικά η Ελλάδα θα έμενε διασυνοριακά εκτεθειμένη. Αντίστοιχα μεγάλη πίεση στις Βρυξέλλες υπήρξε και για τη στήριξη της οικονομικά εξαντλημένης Ελλάδας και έτσι επιτεύχθηκε να είναι η δεύτερη χώρα σε οικονομικές ενισχύσεις για τις επενδύσεις και την ανακούφιση από τον κορωνοϊό.
Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στην αναζήτηση ταυτότητας μεταξύ Ανατολής και Δύσης και σε μια σύγχυση για το πώς μπορεί να καλλιεργήσει εξωστρέφεια.
Και μια τελευταία ερώτηση: Ποια είναι η σχέση σας με την ελληνική γλώσσα μετά από τόσα χρόνια στο εξωτερικό;
Δεν έχασα ποτέ την επαφή μου με τη γλώσσα μας. Μέσα από τη ανάγκη μου για τη λογοτεχνία αλλά και γενικότερα για τη φιλολογία, στα φοιτητικά μου χρόνια ασχολήθηκα πολύ με τη μετάφραση, η οποία ήταν για μένα πολύ χαλαρωτική διαδικασία, ακόμα και τις φορές που ασχολήθηκα με διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή τη μετάφραση κλινικών πρωτοκόλλων. Σήμερα πια δεν έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω αυτή τη δραστηριότητα, διατηρώ όμως την ενασχόληση μου με την ελληνική γλώσσα και την ορολογία γενικότερα. Για παράδειγμα, από τις αρχές του 2021, συμπροεδρεύω με συνάδελφο από τη Σουηδία στην επιτροπή του Διεθνούς Δικτύου Φορέων Αξιολόγησης Τεχνολογίας Υγείας (INAHTA) και της Διεθνούς Εταιρείας Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (HTAi). Εστιάζουμε ξεκινώντας από το κοινό λεξιλόγιο και τους ορισμούς, σε συνεργασία με τον ΠΟΥ και την ΕΕ, να έχουμε αξιολογήσεις που να μπορούν όχι μόνο να μεταφραστούν, αλλά να ερμηνευτούν και να χρησιμοποιηθούν με διακρατική συνεργασία.
Χαρήκαμε πολύ που σας ξαναβρήκαμε μετά από χρόνια και ευχαριστούμε που μας μιλήσατε για τόσο χρήσιμα θέματα.