Ζέτα Θεοδωρακοπούλου, απόφοιτη 1988, Β΄ Αρσάκειο Λύκειο Ψυχικού
Αθλητικογράφος
Αγαπητή κ. Θεοδωρακοπούλου, είστε μια αναγνωρίσιμη αθλητικογράφος. Πώς αισθανθήκατε στην αρχή της καριέρας σας ως γυναίκα σε έναν χώρο που συνήθως ανδροκρατείται;
Όταν μπήκα στον χώρο της αθλητικογραφίας και επέλεξα ένα διαφορετικό επάγγελμα από τις σπουδές μου, γιατί τελείωσα το τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού στην Αθήνα, στον χώρο υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες. Τότε ήταν αυστηρά ανδροκρατούμενο επάγγελμα. Ήταν ένα οχυρό απροσπέλαστο για τις γυναίκες. Η επιλογή για εμένα ήταν δύσκολη αλλά και εύκολη. Δύσκολη υπό την έννοια ότι ήταν κάτι νέο, πρωτοφανές για μια γυναίκα, και εύκολη, διότι εξαρχής έτυχα πολύ καλής και ευνοϊκής υποδοχής από τους συναδέλφους μου. Ίσως διότι, λόγω του χαρακτήρα μου, διατήρησα μια στάση πολύ κοντά στην ανδρική νοοτροπία. Γιατί στη ζωή κάθε επαγγελματίας κρίνεται ανάλογα με τη στάση, τις προθέσεις και τη συμπεριφορά του. Στη δουλειά μου, λοιπόν, δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ το γεγονός ότι ήμουν γυναίκα χρησιμοποιώντας δικαιολογίες του τύπου: «κορίτσι εγώ θα ξενυχτήσω στο αεροδρόμιο υποδεχόμενη κάποιον;», «κορίτσι θα τρέχω μες στη νύχτα σε επεισόδια μεταξύ οπαδών;». Ποτέ! Και επειδή ανέκαθεν ήμουν πολύ σοβαρή, γνωρίζοντας κιόλας ότι σε αυτό το επάγγελμα θα υπάρχει αναμφισβήτητα προκατάληψη από πλευράς φιλάθλων, έτυχα σεβασμού και εκτίμησης από την αρχή. Υπό μίαν έννοια ήμουν δακτυλοδεικτούμενη, αλλά ουσιαστικά άνοιξα έναν δρόμο και σε άλλες συναδέλφους, γιατί πέραν όλων των άλλων υπήρξα και η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που παρουσίασε αθλητικό δελτίο ειδήσεων στην ΕΡΤ. Ήταν μια πορεία που ξεκίνησε από την επιθυμία μου να εργαστώ κάπου όπου γνώριζα πρακτικά το αντικείμενο. Λόγω των σπουδών μου και της ικανότητάς μου ‒όπως φάνηκε εκ των υστέρων‒ να γράφω και να μιλάω, μπόρεσα να συγκεράσω αυτά τα δύο πράγματα. Οπότε ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη.
Τι ειδικές γνώσεις και δεξιότητες πρέπει να έχει ένας δημοσιογράφος του αθλητικού ρεπορτάζ;
Ο αθλητικός συντάκτης πρέπει ουσιαστικά να έχει τις γνώσεις και τις δεξιότητες που έχουν όλοι οι δημοσιογράφοι. Διότι καλούμαστε όχι μόνο να περιγράψουμε και να αποτυπώσουμε έναν αγώνα, καλούμαστε να αναφερθούμε και σε θέματα που έχουν σχέση με την κοινωνία, τη βία που υπάρχει πλέον παντού, τα οικονομικά. Και σε πολιτικά ακόμη θέματα, διότι και η πολιτική, οι ισορροπίες παίζουν ρόλο πλέον στις ισορροπίες των συλλόγων, στις ΠΑΕ κ.λπ. Οπότε απαιτούνται πολύπλευρες γνώσεις που ξεπερνούν τη στενή γνώση να ξέρεις τους παίκτες, τις ομάδες ή να μπορείς να μιλήσεις για έναν αγώνα. Γι’ αυτό δεν θεωρώ ότι διαφοροποιούνται σε τίποτα οι ικανότητες και οι ειδικές γνώσεις που πρέπει να έχει ο αθλητικογράφος από αυτές που έχει ένας δημοσιογράφος. Αντιθέτως θεωρώ ότι ένας δημοσιογράφος πολύ πιο δύσκολα θα μπορέσει να σταδιοδρομήσει στον χώρο μου, παρά ένας αθλητικός συντάκτης να κάνει και κοινωνικό, πολιτικό ή οικονομικό ρεπορτάζ. Αυτά κάπως εμπεριέχονται στον χώρο του αθλητισμού, τον οποίο και καταγράφουμε.
Μια και αναφέρατε τη βία, το φαινόμενο που είχε ξεκινήσει παλιότερα με τον χουλιγκανισμό με κορύφωση τη δεκαετία του ʼ80 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με ποικίλες εκφάνσεις, πώς το αντιμετωπίζετε ως άνθρωπος και ως αθλητικογράφος;
Με πολύ μεγάλη πικρία και απογοήτευση. Και είναι σαν ένα déjà vu που νιώθω σε κάθε παρόμοιο γεγονός όλα αυτά τα χρόνια, γιατί έχω πολύ μακρά πορεία στο επάγγελμα. Πάντοτε, όποτε συνέβαιναν ‒και συνέβαιναν πάρα πολύ συχνά‒ επεισόδια, ξυλοδαρμοί, ακόμη και θάνατοι λόγω αυτών των γεγονότων, θυμάμαι απευθυνόμουν σε μεγαλόσχημους ανθρώπους του αθλητισμού ‒και όχι μόνο στον εκάστοτε υπουργό Αθλητισμού‒, σε βετεράνους ποδοσφαιριστές κ.λπ., με σκοπό να καταγράψω τι πρέπει να κάνουμε για να εξαλείψουμε αυτά τα φαινόμενα. Πάντως τον τελευταίο χρόνο, λόγω των πολύ αυστηρών κυρώσεων εκ μέρους της Διαρκούς Επιτροπής Αντιμετώπισης της Βίας (ΔΕΑΒ), και ένα μπουκαλάκι νερό ή ένας αναπτήρας, οποιοδήποτε αντικείμενο πέσει στον αγωνιστικό χώρο αμέσως τιμωρείται η έδρα με αγωνιστικές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το 2024 να μην έχουν καταγραφεί περιστατικά βίας, ειδικά από τη στιγμή που έκλεισαν τα γήπεδα μετά τα γεγονότα που συνέβησαν και τον θάνατο του Λυγγερίδη.
Στον αθλητισμό συχνά γίνεται λόγος για εμπορευματοποίηση. Τι πιστεύετε για τα ποσά που δαπανώνται σε μεταγραφές μεγάλων σταρ στο ποδόσφαιρο και αλλού;
Μπορεί να πει κάποιος ότι είναι πρόκληση για την κοινωνία, για όλους τους ανθρώπους, σε όλες τις χώρες. Διότι τα δυσθεώρητα αυτά ποσά για μια οικογένεια ή για έναν νέο που θέλει να φτιάξει τη ζωή του είναι προκλητικά. Από την άλλη όμως το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, ο αθλητισμός γενικότερα είναι ένα θέαμα. Και ως γνωστόν τα θεάματα αμείβονται. Είναι ένα θέαμα, ένα κοινωνικό φαινόμενο που προσελκύει εκατομμύρια φιλάθλων είτε στα γήπεδα είτε στις τηλεοράσεις. Σημειώνεται τεράστιο ρεκόρ θέασης και στα μουντιάλ και στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και στις τρεις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Άρα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε σαν θέαμα. Για να παρακολουθήσεις, λοιπόν, ένα καλό θέαμα, με πολύ καλούς πρωταγωνιστές, είναι κάτι ακριβό: πρέπει να καταβάλεις εσύ ένα ποσό για να το παρακολουθήσεις, πρέπει να καταβάλουν οι χορηγοί κι αυτοί ένα μεγάλο ποσό για να διαφημιστούν, πρέπει να καταβάλουν οι τηλεοπτικές πλατφόρμες ένα ποσό για να μπορέσουν να φιλοξενήσουν τις ομάδες σε όλες τις διοργανώσεις. Άρα μιλάμε για τεράστια ποσά. Από αυτά τα ποσά πληρώνονται οι ποδοσφαιριστές, οι μπασκετμπολίστες κ.λπ. Όπως λέμε «αφού τα φέρνουν, τα παίρνουν».
Μετά από αυτό που περιγράψατε, το ερώτημα που προκύπτει είναι πού βρίσκεται ο αθλητισμός ως αθλητισμός και το αθλητικό ιδεώδες που διδάσκουμε στα παιδιά;
Το ωραίο, το μεγάλο και το αληθινό έχουν παρέλθει προ πολλού. Δεν ξέρω αν υπάρχουν πλέον ολυμπιακά ιδεώδη, αρχές, αξίες, «ευ αγωνίζεσθαι». Αν και τα βλέπουμε κάποιες φορές στον χώρο του αθλητισμού. Ακόμη και στο ποδόσφαιρο βλέπουμε τη συντροφικότητα, βλέπουμε τη βοήθεια μεταξύ αντιπάλων, πώς σπεύδουν οι αντίπαλοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο σε δύσκολες στιγμές κ.λπ. Γενικά όμως ο αθλητισμός πλέον είναι κάτι καθαρά επαγγελματικό. Γιατί στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, στα αθλήματα όπου οι αθλητές έχουν «χορηγούς» τους γονείς τους ή φίλους και υποστηρικτές, επειδή τα αθλήματα αυτά δεν είναι δημοφιλή, δεν θα δώσει κανείς χρήματα. Ποιος θα δώσει χρήματα σε έναν αθλητή της πάλης ή του τζούντο ή της κωπηλασίας ‒και μιλάω τώρα για 3 αθλήματα που παρεμπιπτόντως μας προσέφεραν ολυμπιακά μετάλλια το 2024‒, ώστε να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να βιοποριστούν, να αφιερωθούν απρόσκοπτα στο άθλημά τους; Ακόμη και σε αυτά τα αθλήματα ο ρομαντισμός έχει εκλείψει. Διότι δεν έχει σημασία μόνο εάν ο αθλητής έβαλε τον κότινο στο κεφάλι ή αν σήκωσε τη σημαία. Σημασία έχει πώς θα πορευτεί στη ζωή του αυτός ο άνθρωπος, με τι έσοδα. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε εάν η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη, π.χ., αγωνιζόταν στο ουζερί των γονιών της για τα προς το ζην πριν κατακτήσει τα μετάλλια στα ευρωπαϊκά και τα παγκόσμια πρωταθλήματα. Άρα ο ρομαντισμός στον αθλητισμό έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο επαγγελματισμός είναι παρών παντού. Ακόμη και στους Ολυμπιακούς Αγώνες βλέπουμε πλέον τους αθλητές να φοράνε περίεργα αθλητικά παπούτσια, να επικεντρώνονται οι κάμερες σε μάρκες κτλ. Νομίζω ότι αυτά τα ιδεώδη έχουν περάσει και μόνο σε λίγες περιπτώσεις ρομαντικές υπάρχει ακόμη αυτό το στοιχείο τής αγνότητας.
Πιστεύετε αυτό που λέγεται, ότι οι νεότερες γενιές δημοσιογράφων από πλευράς γλωσσικής κατάρτισης και γενικότερων γνώσεων υστερούν σε σχέση με τους παλιότερους;
Εδώ θριαμβεύει το copy paste. Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια τής ταχύτητας, βγαίνει η είδηση χωρίς κανέναν έλεγχο, χωρίς καμία πρόθεση να γραφτούν κείμενα με σωστά Ελληνικά, σωστή γραμματική. Ακόμη βλέπουμε και ακούμε τεράστια λάθη που εξοργίζουν και τα ανεχόμαστε. Αυτό είναι απόρροια της ταχύτητας της εποχής, αλλά και απόρροια της έλλειψης γενικότερης παιδείας των νέων. Η δημοσιογραφία θεωρητικά δεν είναι ένα επάγγελμα για το οποίο κάποιος πρέπει να έχει ολοκληρώσει συγκεκριμένες σπουδές, όπως ο γιατρός πρέπει να έχει τελειώσει την Ιατρική, ο νομικός τη Νομική κ.λπ. Οποιοσδήποτε, έχοντας το μεράκι, το πάθος και τις γνώσεις για το αντικείμενο, μπορεί να πάρει ένα μικρόφωνο, να ανοίξει έναν υπολογιστή και να γράψει. Δεν υπάρχουν αποκλεισμοί. Και πολλά νέα άτομα μπαίνουν σε αυτό τον χώρο επειδή είναι χώρος προβολής, δημοσιότητας, αλλά και χώρος διαφόρων προνομίων που παρέχονται. Γι’ αυτό πολλά παιδιά παίρνουν ένα μικρόφωνο χωρίς να έχουν τα προσόντα και τα εφόδια να αναλάβουν αυτό το βάρος της ενημέρωσης, να γράψουν σωστά, να μιλήσουν σωστά. Οπότε έχουμε κακά κείμενα, κακό λέγειν. Επίσης οι σημερινοί νέοι έχουν απομακρυνθεί εντελώς από αυτό που λέγαμε εμείς παλιά «διάβασμα». Γιατί, αν δεν διαβάζεις λογοτεχνία, αν δεν διαβάζεις γενικά, δεν πρόκειται να μιλήσεις και να γράψεις σωστά.
Εσείς αποφοιτήσατε από το Αρσάκειο, ένα σχολείο το οποίο, από ό,τι λένε οι περισσότεροι απόφοιτοι, μαθαίνει γράμματα στα παιδιά. Το ζήσατε εσείς αυτό;
Αυτό που προσφέρει το Αρσάκειο δεν είναι μόνο τα γράμματα. Εμένα με έκανε άνθρωπο. Με έκανε πολύ πειθαρχημένη, πολύ συνεπή. Η αυστηρότητα που υπήρχε τότε στο Αρσάκειο ήταν μια αυστηρότητα που δεν ξεπερνούσε τα όρια, αλλά μας έκανε ανθρώπους, μας έδωσε αρχές και αξίες. Κάτι που έχει περάσει μέσα στο DNA μου. Η αυστηρότητα, η πειθαρχία, η τάξη, η συνέπεια, οι συγκεκριμένοι κανόνες με έκαναν άνθρωπο εγκρατή, πειθαρχημένο, με βοήθησαν να έχω αντίληψη των καταστάσεων. Η αυτοπειθαρχία, ο αυτοπεριορισμός –όχι η στέρηση– αλλά το να θυσιάζεις κάτι για να είσαι στο πλαίσιο που θέλει αυτό το σχολείο. Αυτό το πλαίσιο με βοήθησε να κάνω τη μετάβαση σε άλλα πλαίσια. Επιπλέον το Αρσάκειο ήταν και ένα σχολείο το οποίο αγάπησα πολύ, γιατί έζησα τα χρόνια της αθωότητας και της ξεγνοιασιάς σε ένα περιβάλλον μαγικό, που προσέφερε εικόνες και στιγμές που θεωρώ ότι σε άλλα σχολεία δεν υπάρχει.
Από όσα είπατε είναι φανερό ότι οι δεξιότητες που σας έδωσε το Αρσάκειο είναι δεξιότητες ζωής τελικά. Σας ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη.
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ.